έμβλημα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'όνομα'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ|ἔμβλημα}} < {{αρχ|ἐμβάλλω}} < [[ἐν]] + [[βάλλω]] ({{σμσδ}} {{ετυμ fr}} [[emblème]]) |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ|ἔμβλημα}} < {{αρχ|ἐμβάλλω}} < [[ἐν]] + [[βάλλω]] ({{σμσδ}} {{ετυμ fr}} [[emblème]]) |
Αναθεώρηση της 12:05, 13 Σεπτεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έμβλημα < (ελληνιστική κοινή) ἔμβλημα < αρχαία ελληνική ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική emblème)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
έμβλημα ουδέτερο
- συμβολικό διακριτικό σχήμα
- (κατ’ επέκταση) φράση με επιγραμματικό και διακριτικό χαρακτήρα
- (κατ’ επέκταση) φράση ή ρητό που μας εκφράζει, που συμπυκνώνει τα πιστεύω μας
Συγγενικά
- εμβληματικά
- εμβληματικός
- εμβληματολογία
- → δείτε τις λέξεις εμβάλλω και βάλλω
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)