αβαριάτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ετυμ |
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 9: | Γραμμή 9: | ||
# [[φθορά]] ή [[αλλοίωση]] από μη ενδεδειγμένη χρήση |
# [[φθορά]] ή [[αλλοίωση]] από μη ενδεδειγμένη χρήση |
||
# {{μτφρ}} [[ατημέλητος]], [[ασουλούπωτος]] |
# {{μτφρ}} [[ατημέλητος]], [[ασουλούπωτος]] |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 05:42, 31 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Επίθετο
αβαριάτος, -η, -ο
- εμπόρευμα προερχόμενο από ζημία (αβαρία)
- φθορά ή αλλοίωση από μη ενδεδειγμένη χρήση
- (μεταφορικά) ατημέλητος, ασουλούπωτος