υδρόφιλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
μ pwb.py update labels ετικέτες
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
#: ''βάμβαξ υδρόφιλος φαρμακευτικός''
#: ''βάμβαξ υδρόφιλος φαρμακευτικός''
#: ''Το υαλουρονικό οξύ αποτελεί ένα φυσικό υδρόφιλο συστατικό του δέρματος, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως για να ενισχυθούν το δέρμα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου.'' (από άρθρο στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 9 Σεπτεμβρίου 2008)
#: ''Το υαλουρονικό οξύ αποτελεί ένα φυσικό υδρόφιλο συστατικό του δέρματος, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως για να ενισχυθούν το δέρμα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου.'' (από άρθρο στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 9 Σεπτεμβρίου 2008)
#{{βοτ}} που ζει και αναπτύσσεται κοντά στο [[νερό]]
#{{ετ|βοτ}} που ζει και αναπτύσσεται κοντά στο [[νερό]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====

Αναθεώρηση της 13:54, 26 Ιουλίου 2021

Δείτε επίσης: υγρόφιλος, υδροφόιλ

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδρόφιλος η υδρόφιλη το υδρόφιλο
      γενική του υδρόφιλου της υδρόφιλης του υδρόφιλου
    αιτιατική τον υδρόφιλο την υδρόφιλη το υδρόφιλο
     κλητική υδρόφιλε υδρόφιλη υδρόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδρόφιλοι οι υδρόφιλες τα υδρόφιλα
      γενική των υδρόφιλων των υδρόφιλων των υδρόφιλων
    αιτιατική τους υδρόφιλους τις υδρόφιλες τα υδρόφιλα
     κλητική υδρόφιλοι υδρόφιλες υδρόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υδρόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hydrophile < αρχαία ελληνική ὕδωρ + φίλος, αναλύεται σε υδρό- + -φιλος

Επίθετο

υδρόφιλος -η/-ος -ο

  1. που «αγαπάει» ή έχει την τάση να απορροφά το νερό
    βάμβαξ υδρόφιλος φαρμακευτικός
    Το υαλουρονικό οξύ αποτελεί ένα φυσικό υδρόφιλο συστατικό του δέρματος, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως για να ενισχυθούν το δέρμα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου. (από άρθρο στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 9 Σεπτεμβρίου 2008)
  2. (βοτανική) που ζει και αναπτύσσεται κοντά στο νερό

Συγγενικά

Μεταφράσεις