ανθόσπαρτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανθόσπαρτος, -η, -ο
- σπαρμένος με άνθη, με λουλούδια
- γεμάτος άνθη ή λουλούδια
- (μεταφορικά) ευτυχισμένος
- Βίον ανθόσπαρτον και καλούς απογόνους (ευχή σε νιόπαντρους)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθόσπαρτος