απώτατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απώτατος η απώτατη το απώτατο
      γενική του απώτατου της απώτατης του απώτατου
    αιτιατική τον απώτατο την απώτατη το απώτατο
     κλητική απώτατε απώτατη απώτατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απώτατοι οι απώτατες τα απώτατα
      γενική των απώτατων των απώτατων των απώτατων
    αιτιατική τους απώτατους τις απώτατες τα απώτατα
     κλητική απώτατοι απώτατες απώτατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απώτατος < αρχαία ελληνική ἀπωτάτω < ἄπωθεν < ἀπό

Επίθετο[επεξεργασία]

απώτατος, -η, -ο

  1. (λόγιο) ο πιο μακρινός (τοπικά ή χρονικά)
     αντώνυμα: εγγύτατος
  2. (λόγιο) ανώτατος, απόλυτος, ο πιο σημαντικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]