ασταφίδιαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασταφίδιαστος η ασταφίδιαστη το ασταφίδιαστο
      γενική του ασταφίδιαστου της ασταφίδιαστης του ασταφίδιαστου
    αιτιατική τον ασταφίδιαστο την ασταφίδιαστη το ασταφίδιαστο
     κλητική ασταφίδιαστε ασταφίδιαστη ασταφίδιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασταφίδιαστοι οι ασταφίδιαστες τα ασταφίδιαστα
      γενική των ασταφίδιαστων των ασταφίδιαστων των ασταφίδιαστων
    αιτιατική τους ασταφίδιαστους τις ασταφίδιαστες τα ασταφίδιαστα
     κλητική ασταφίδιαστοι ασταφίδιαστες ασταφίδιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασταφίδιαστος < α- + σταφιδιάζω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ασταφίδιαστος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που δεν έχει σταφιδιάσει, δεν έχει μετατραπεί σε σταφίδα
    άλλες μορφές: ασταφίδωτος
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει σταφιδιάσει, δεν έχει ζαρώσει, αφυδατωθεί, δεν έχει πάψει να είναι σφριγηλός
     αντώνυμα: ξερός, ξεραμένος
  3. (μεταφορικά) (για πρόσωπο) χωρίς ρυτίδες
     συνώνυμα: αρυτίδωτος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]