αϋπνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αϋπνία | οι | αϋπνίες |
γενική | της | αϋπνίας | των | αϋπνιών |
αιτιατική | την | αϋπνία | τις | αϋπνίες |
κλητική | αϋπνία | αϋπνίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αϋπνία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀϋπνία < ἀ- στερητικό + ὕπν(ος) + -ία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.iˈpni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ϋ‐πνί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αϋπνία θηλυκό
- το να μην κοιμάται κανείς κατά τη διάρκεια της νύχτας
- η αδυναμία να κοιμηθείς, ενώ το θέλεις
- ⮡ υποφέρω από αϋπνίες
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)