γλυκόλογος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκόλογος η γλυκόλογη το γλυκόλογο
      γενική του γλυκόλογου της γλυκόλογης του γλυκόλογου
    αιτιατική τον γλυκόλογο τη γλυκόλογη το γλυκόλογο
     κλητική γλυκόλογε γλυκόλογη γλυκόλογο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκόλογοι οι γλυκόλογες τα γλυκόλογα
      γενική των γλυκόλογων των γλυκόλογων των γλυκόλογων
    αιτιατική τους γλυκόλογους τις γλυκόλογες τα γλυκόλογα
     κλητική γλυκόλογοι γλυκόλογες γλυκόλογα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλυκόλογος < μεσαιωνική ελληνική γλυκόλογος < γλυκός + λόγος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣliˈko.lo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλυ‐κό‐λο‐γος

Επίθετο[επεξεργασία]

γλυκόλογος, -η, -ο

  1. για λόγια που γλυκαίνουν, όταν λέγονται
  2. άνθρωπος γλυκομίλητος
  3. (ουσιαστικοποιημένο) γλυκόλογο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • γλυκόλογος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)