πικρόλογος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πικρόλογος η πικρόλογη το πικρόλογο
      γενική του πικρόλογου της πικρόλογης του πικρόλογου
    αιτιατική τον πικρόλογο την πικρόλογη το πικρόλογο
     κλητική πικρόλογε πικρόλογη πικρόλογο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πικρόλογοι οι πικρόλογες τα πικρόλογα
      γενική των πικρόλογων των πικρόλογων των πικρόλογων
    αιτιατική τους πικρόλογους τις πικρόλογες τα πικρόλογα
     κλητική πικρόλογοι πικρόλογες πικρόλογα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πικρόλογος < μεσαιωνική ελληνική πικρόλογος < ελληνιστική κοινή πικρολόγος < αρχαία ελληνική πικρός + λόγος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /piˈkɾo.lo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐κρό‐λο‐γος

Επίθετο[επεξεργασία]

πικρόλογος, -η, -ο

  1. για λόγια που πικραίνουν, όταν λέγονται
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πικρόλογο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • πικρόλογος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]