διαμελίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαμελίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαμελίζω < δια- + μελίζω < αρχαία ελληνική μέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mel- (μέλος, άκρο του σώματος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.meˈli.zo/ & /ðʝa.meˈli.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

διαμελίζω, αόρ.: διαμέλισα, παθ.φωνή: διαμελίζομαι, π.αόρ.: διαμελίστηκα, μτχ.π.π.: διαμελισμένος

  1. σκοτώνω, κομματιάζω ή αποσπώ με βίαιο τρόπο τα μέλη ενός ανθρώπου ή ζώου
  2. (μεταφορικά) διαλύω ένα κράτος (ή άλλο σύνολο) και το χωρίζω σε μικρότερα τμήματα

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις διά και μέλος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαμελίζω < δια- + μελίζω < αρχαία ελληνική μέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mel- (μέλος, άκρο του σώματος)

Ρήμα[επεξεργασία]

διαμελίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μέλος

Πηγές[επεξεργασία]