ενσώματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενσώματος < ελληνιστική κοινή ἐνσώματος < αρχαία ελληνική σῶμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /enˈso.ma.tos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενσώματος, -ή, -ο
- που βρίσκεται σε σώμα
- (κατ’ επέκταση) που έχει υλική υπόσταση