ενσώματος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ενσωματωμένος, ενσωματούμενος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενσώματος η ενσώματη το ενσώματο
      γενική του ενσώματου της ενσώματης του ενσώματου
    αιτιατική τον ενσώματο την ενσώματη το ενσώματο
     κλητική ενσώματε ενσώματη ενσώματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενσώματοι οι ενσώματες τα ενσώματα
      γενική των ενσώματων των ενσώματων των ενσώματων
    αιτιατική τους ενσώματους τις ενσώματες τα ενσώματα
     κλητική ενσώματοι ενσώματες ενσώματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενσώματος < ελληνιστική κοινή ἐνσώματος < αρχαία ελληνική σῶμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /enˈso.ma.tos/

Επίθετο[επεξεργασία]

ενσώματος, -ή, -ο

  1. που βρίσκεται σε σώμα
  2. (κατ’ επέκταση) που έχει υλική υπόσταση

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]