εξαγοράζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξαγοράζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξαγοράζω < ἐξ + ἀγοράζω (εξ- + αγοράζω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ksa.ɣoˈɾa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐γο‐ρά‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐α‐γο‐ρά‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]εξαγοράζω, αόρ.: εξαγόρασα, παθ.φωνή: εξαγοράζομαι, μτχ.π.π.: εξαγορασμένος
- πληρώνω τα ανάλογα χρήματα για να μην εκτίσω μια ποινή ή τη στρατιωτική θητεία ή για να αγοράσω συντάξιμα ένσημα
- (μεταφορικά) πετυχαίνω κάτι με κάποιο αντάλλαγμα ή θυσία
- (διαφθορά, μεταφορικά) εξασφαλίζω κάτι με δωροδοκία
- ⮡ Αυτή τη φορά δεν θα εξαγοράσουν την ψήφο του λαού με ψεύτικες παροχές.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαγοράζω | εξαγόραζα | θα εξαγοράζω | να εξαγοράζω | εξαγοράζοντας | |
β' ενικ. | εξαγοράζεις | εξαγόραζες | θα εξαγοράζεις | να εξαγοράζεις | εξαγόραζε | |
γ' ενικ. | εξαγοράζει | εξαγόραζε | θα εξαγοράζει | να εξαγοράζει | ||
α' πληθ. | εξαγοράζουμε | εξαγοράζαμε | θα εξαγοράζουμε | να εξαγοράζουμε | ||
β' πληθ. | εξαγοράζετε | εξαγοράζατε | θα εξαγοράζετε | να εξαγοράζετε | εξαγοράζετε | |
γ' πληθ. | εξαγοράζουν(ε) | εξαγόραζαν εξαγοράζαν(ε) |
θα εξαγοράζουν(ε) | να εξαγοράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαγόρασα | θα εξαγοράσω | να εξαγοράσω | εξαγοράσει | ||
β' ενικ. | εξαγόρασες | θα εξαγοράσεις | να εξαγοράσεις | εξαγόρασε | ||
γ' ενικ. | εξαγόρασε | θα εξαγοράσει | να εξαγοράσει | |||
α' πληθ. | εξαγοράσαμε | θα εξαγοράσουμε | να εξαγοράσουμε | |||
β' πληθ. | εξαγοράσατε | θα εξαγοράσετε | να εξαγοράσετε | εξαγοράστε | ||
γ' πληθ. | εξαγόρασαν εξαγοράσαν(ε) |
θα εξαγοράσουν(ε) | να εξαγοράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαγοράσει | είχα εξαγοράσει | θα έχω εξαγοράσει | να έχω εξαγοράσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαγοράσει | είχες εξαγοράσει | θα έχεις εξαγοράσει | να έχεις εξαγοράσει | έχε εξαγορασμένο | |
γ' ενικ. | έχει εξαγοράσει | είχε εξαγοράσει | θα έχει εξαγοράσει | να έχει εξαγοράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαγοράσει | είχαμε εξαγοράσει | θα έχουμε εξαγοράσει | να έχουμε εξαγοράσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαγοράσει | είχατε εξαγοράσει | θα έχετε εξαγοράσει | να έχετε εξαγοράσει | έχετε εξαγορασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν εξαγοράσει | είχαν εξαγοράσει | θα έχουν εξαγοράσει | να έχουν εξαγοράσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εξαγορασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εξαγορασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εξαγορασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εξαγορασμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαγοράζομαι | εξαγοραζόμουν(α) | θα εξαγοράζομαι | να εξαγοράζομαι | εξαγοραζόμενος | |
β' ενικ. | εξαγοράζεσαι | εξαγοραζόσουν(α) | θα εξαγοράζεσαι | να εξαγοράζεσαι | ||
γ' ενικ. | εξαγοράζεται | εξαγοραζόταν(ε) | θα εξαγοράζεται | να εξαγοράζεται | ||
α' πληθ. | εξαγοραζόμαστε | εξαγοραζόμαστε εξαγοραζόμασταν |
θα εξαγοραζόμαστε | να εξαγοραζόμαστε | ||
β' πληθ. | εξαγοράζεστε | εξαγοραζόσαστε εξαγοραζόσασταν |
θα εξαγοράζεστε | να εξαγοράζεστε | (εξαγοράζεστε) | |
γ' πληθ. | εξαγοράζονται | εξαγοράζονταν εξαγοραζόντουσαν |
θα εξαγοράζονται | να εξαγοράζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαγοράστηκα | θα εξαγοραστώ | να εξαγοραστώ | εξαγοραστεί | ||
β' ενικ. | εξαγοράστηκες | θα εξαγοραστείς | να εξαγοραστείς | εξαγοράσου | ||
γ' ενικ. | εξαγοράστηκε | θα εξαγοραστεί | να εξαγοραστεί | |||
α' πληθ. | εξαγοραστήκαμε | θα εξαγοραστούμε | να εξαγοραστούμε | |||
β' πληθ. | εξαγοραστήκατε | θα εξαγοραστείτε | να εξαγοραστείτε | εξαγοραστείτε | ||
γ' πληθ. | εξαγοράστηκαν εξαγοραστήκαν(ε) |
θα εξαγοραστούν(ε) | να εξαγοραστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξαγοραστεί | είχα εξαγοραστεί | θα έχω εξαγοραστεί | να έχω εξαγοραστεί | εξαγορασμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξαγοραστεί | είχες εξαγοραστεί | θα έχεις εξαγοραστεί | να έχεις εξαγοραστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξαγοραστεί | είχε εξαγοραστεί | θα έχει εξαγοραστεί | να έχει εξαγοραστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαγοραστεί | είχαμε εξαγοραστεί | θα έχουμε εξαγοραστεί | να έχουμε εξαγοραστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξαγοραστεί | είχατε εξαγοραστεί | θα έχετε εξαγοραστεί | να έχετε εξαγοραστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαγοραστεί | είχαν εξαγοραστεί | θα έχουν εξαγοραστεί | να έχουν εξαγοραστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εξαγορασμένος - είμαστε, είστε, είναι εξαγορασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εξαγορασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εξαγορασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εξαγορασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εξαγορασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εξαγορασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εξαγορασμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εξ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Διαφθορά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)