εξωστρεφής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξωστρεφής | η | εξωστρεφής | το | εξωστρεφές |
γενική | του | εξωστρεφούς* | της | εξωστρεφούς | του | εξωστρεφούς |
αιτιατική | τον | εξωστρεφή | την | εξωστρεφή | το | εξωστρεφές |
κλητική | εξωστρεφή(ς) | εξωστρεφής | εξωστρεφές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξωστρεφείς | οι | εξωστρεφείς | τα | εξωστρεφή |
γενική | των | εξωστρεφών | των | εξωστρεφών | των | εξωστρεφών |
αιτιατική | τους | εξωστρεφείς | τις | εξωστρεφείς | τα | εξωστρεφή |
κλητική | εξωστρεφείς | εξωστρεφείς | εξωστρεφή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξωστρεφής < έξω + -στρεφής < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική extravertiert
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.kso.stɾe.fis/
Επίθετο[επεξεργασία]
εξωστρεφής, -ής, -ές
- που δεν κρατάει μέσα του τις σκέψεις και τα συναισθήματά του αλλά τα εξωτερικεύει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εξωστρέφεια
- → δείτε τις λέξεις έξω και στρέφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξωστρεφής
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -στρεφής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)