ευμάλακτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευμάλακτος < ελληνιστική κοινή εὐμάλακτος < αρχαία ελληνική εὖ + μαλάσσω
Επίθετο[επεξεργασία]
ευμάλακτος
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που μαλάσσεται εύκολα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ευμαλάκτως
- → δείτε τις λέξεις ευ και μαλάσσω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευμάλακτος
|