κακούργος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακούργος < αρχαία ελληνική κακοῦργος < κακός + ἔργον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈkuɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κούρ‐γος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακούργος αρσενικό
- ο κακοποιός, ο εγκληματίας, ο απατεώνας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κακούργα
- κακουργεύω
- κακούργημα
- κακουργηματικά
- κακουργηματικός
- κακουργιά
- κακουργία
- κακούργικος
- κακουργιοδικείο / κακουργοδικείο
- κακουργιοδίκης / κακουργοδίκης
- κακουργώ
- → δείτε τις λέξεις κακός και έργο