καταπάτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταπάτηση οι καταπατήσεις
      γενική της καταπάτησης* των καταπατήσεων
    αιτιατική την καταπάτηση τις καταπατήσεις
     κλητική καταπάτηση καταπατήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπατήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταπάτηση < (ελληνιστική κοινήκαταπάτησις < αρχαία ελληνική καταπατέω / καταπατῶ < κατά + πατέω / πατῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.taˈpa.ti.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταπάτηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]