λυσσάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λυσσάρης η λυσσάρα το λυσσάρικο
      γενική του λυσσάρη της λυσσάρας του λυσσάρικου
    αιτιατική τον λυσσάρη τη λυσσάρα το λυσσάρικο
     κλητική λυσσάρη λυσσάρα λυσσάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λυσσάρηδες οι λυσσάρες τα λυσσάρικα
      γενική των λυσσάρηδων των λυσσάρικων
    αιτιατική τους λυσσάρηδες τις λυσσάρες τα λυσσάρικα
     κλητική λυσσάρηδες λυσσάρες λυσσάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυσσάρης < μεσαιωνική ελληνική λυσσάρης < αρχαία ελληνική λύσσα

Επίθετο[επεξεργασία]

λυσσάρης, -α, -ικο

  1. που έχει προσβληθεί από λύσσα
     συνώνυμα: λυσσασμένος
  2. (μεταφορικά) οργίλος
  3. (μεταφορικά) λυσσαλέος
  4. (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) που έχει ακόρεστη επιθυμία για σεξουαλικές ή άλλες απολαύσεις
    Ο Γεράσιμος έχει να αντιμετωπίσει τη λυσσάρα θεία της αγαπημένης του, η οποία «του την πέφτει», τον αδελφό της, ο οποίος χρειάζεται επειγόντως μεταμόσχευση... εγκεφάλου, τα παιδιά του που τον μισούν θανάσιμα, αλλά και τον παππού, ο οποίος θέλει να τους πετάξει όλους από το σπίτι για να το πουλήσει και να πάει να ζήσει με εξωτικές καλλονές. (*)
     συνώνυμα: ακόρεστος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λυσσάρης η λυσσάρα το λυσσάρικο
      γενική του λυσσάρη της λυσσάρας του λυσσάρικου
    αιτιατική τον λυσσάρη τη λυσσάρα το λυσσάρικο
     κλητική λυσσάρη λυσσάρα λυσσάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λυσσάρηδες οι λυσσάρες τα λυσσάρικα
      γενική των λυσσάρηδων των λυσσάρικων
    αιτιατική τους λυσσάρηδες τις λυσσάρες τα λυσσάρικα
     κλητική λυσσάρηδες λυσσάρες λυσσάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυσσάρης < αρχαία ελληνική λύσσα + -άρης

Επίθετο[επεξεργασία]

λυσσάρης

  1. λυσσασμένος
  2. οργίλος, μανιακός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]