μικτοβαρής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικτοβαρής η μικτοβαρής το μικτοβαρές
      γενική του μικτοβαρούς* της μικτοβαρούς του μικτοβαρούς
    αιτιατική τον μικτοβαρή τη μικτοβαρή το μικτοβαρές
     κλητική μικτοβαρή(ς) μικτοβαρής μικτοβαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικτοβαρείς οι μικτοβαρείς τα μικτοβαρή
      γενική των μικτοβαρών των μικτοβαρών των μικτοβαρών
    αιτιατική τους μικτοβαρείς τις μικτοβαρείς τα μικτοβαρή
     κλητική μικτοβαρείς μικτοβαρείς μικτοβαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικτοβαρής < μικτός + -ο- + βάρος + -ής

Επίθετο[επεξεργασία]

μικτοβαρής

  1. αυτός του οποίου έχει καταγραφεί το μικτό κι όχι το καθαρό βάρος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μικτοβαρές: το εμπόρευμα του οποίου έχει καταγραφεί το μικτό κι όχι το καθαρό βάρος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]