μπέμπης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μπέμπης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπέμπης οι μπέμπηδες
      γενική του μπέμπη των μπέμπηδων
    αιτιατική τον μπέμπη τους μπέμπηδες
     κλητική μπέμπη μπέμπηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπέμπης < (άμεσο δάνειο) αγγλική baby < μέση αγγλική babee, babi < babe < αγγλοσαξονικά *baba (παιδί) < πρωτογερμανική *babô < *ba- / *bō- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰā- / *bʰāt- (πατέρας, (μεγάλος) αδερφός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbe.bis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπέ‐μπης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπέμπης αρσενικό (θηλυκό μπέμπα)

  1. μικρό παιδί, μωρό,νήπιο
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) που έχει παιδιάστικη συμπεριφορά
     συνώνυμα: ανόητος, ανώριμος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

διαφορετικού ετύμου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]