ουρανοκατέβατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουρανοκατέβατος η ουρανοκατέβατη το ουρανοκατέβατο
      γενική του ουρανοκατέβατου της ουρανοκατέβατης του ουρανοκατέβατου
    αιτιατική τον ουρανοκατέβατο την ουρανοκατέβατη το ουρανοκατέβατο
     κλητική ουρανοκατέβατε ουρανοκατέβατη ουρανοκατέβατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουρανοκατέβατοι οι ουρανοκατέβατες τα ουρανοκατέβατα
      γενική των ουρανοκατέβατων των ουρανοκατέβατων των ουρανοκατέβατων
    αιτιατική τους ουρανοκατέβατους τις ουρανοκατέβατες τα ουρανοκατέβατα
     κλητική ουρανοκατέβατοι ουρανοκατέβατες ουρανοκατέβατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουρανοκατέβατος < ουρανός + -ο- + κατεβαίνω + -τος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /u.ra.no.kaˈte.va.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐ρα‐νο‐κα‐τέ‐βα‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ουρανοκατέβατος, -η, -ο

  1. (λογοτεχνικό) που κατεβαίνει / έρχεται από τον ουρανό ή από κάπου ψηλά
  2. (μεταφορικά) που εμφανίζεται απροσδόκητα ή ξαφνικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]