σενάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σενάριο | τα | σενάρια |
γενική | του | σεναρίου & σενάριου |
των | σεναρίων |
αιτιατική | το | σενάριο | τα | σενάρια |
κλητική | σενάριο | σενάρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σενάριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική scenario < λατινική scenarium < scena / scaena < αρχαία ελληνική σκηνή (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σενάριο ουδέτερο
- το κείμενο που περιγράφει αναλυτικά την πλοκή, τις σκηνές και τους διαλόγους μιας κινηματογραφικής (ή τηλεοπτικής) ταινίας
- Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
- κατά προέκταση, η τέχνη της σεναριογραφίας
- Σπουδάζει σενάριο στη Νέα Υόρκη.
- η υπόθεση, η πλοκή, ο μύθος λογοτεχνικού, θεατρικού, αλλά κυρίως κινηματογραφικού έργου
- Ο λόγος του συγγραφέα είναι καθαρός, το σενάριο όμως αρκετά μπερδεμένο.
- μεταφορικά, το ψεύδος και η παραπληροφόρηση
- Ο υπουργός διέψευσε τα σενάρια περί διαφθοράς.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σενάριο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)