σεχταρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεχταρισμός οι σεχταρισμοί
      γενική του σεχταρισμού των σεχταρισμών
    αιτιατική τον σεχταρισμό τους σεχταρισμούς
     κλητική σεχταρισμέ σεχταρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεχταρισμός < σεκταρισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική sectarisme[1] < sectaire + -ισμός < secte < λατινική secta < θηλυκό του sectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος sector < sequor < πρωτοϊταλική *sekʷōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ- (ακολουθώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεχταρισμός αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]