συνάχι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συνάχι | τα | συνάχια |
γενική | του | συναχιού | των | συναχιών |
αιτιατική | το | συνάχι | τα | συνάχια |
κλητική | συνάχι | συνάχια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνάχι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συνάχι < ελληνιστική κοινή συνάγχη < σύν + αρχαία ελληνική ἄγχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνάχι ουδέτερο
- (ιατρική) η φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ασυνάχωτος
- συναχάκι
- συνάχωμα
- συναχωμένος
- συναχώνω
- → δείτε τη λέξη άγχος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)