φαβορίτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαβορίτα | οι | φαβορίτες |
γενική | της | φαβορίτας | των | (φαβοριτών) |
αιτιατική | τη | φαβορίτα | τις | φαβορίτες |
κλητική | φαβορίτα | φαβορίτες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαβορίτα < (άμεσο δάνειο) βενετική favorite[1]< ιταλική favorire < favore < λατινική favor < faveo < πρωτοϊταλική *fawēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰh₂u-eh₁- (ευνοώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαβορίτα θηλυκό
- η τριχοφυΐα ή το γένι που αφήνει ο άνδρας αξύριστη στο μάγουλο, στην περιοχή που ξεκινά από την άκρη των μαλλιών δίπλα στο αφτί και συνεχίζει προς το σαγόνι
- αφήνει φαβορίτες, αλλά τώρα πια δεν είναι στη μόδα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαβορίτα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ φαβορίτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)