φαβορίτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Άντρας με φαβορίτα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαβορίτα οι φαβορίτες
      γενική της φαβορίτας των (φαβοριτών)
    αιτιατική τη φαβορίτα τις φαβορίτες
     κλητική φαβορίτα φαβορίτες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαβορίτα < (άμεσο δάνειο) βενετική favorite[1]< ιταλική favorire < favore < λατινική favor < faveo < πρωτοϊταλική *fawēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰh₂u-eh₁- (ευνοώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαβορίτα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]