φιντανάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φιντανάκι | τα | φιντανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φιντανάκι | τα | φιντανάκια |
κλητική | φιντανάκι | φιντανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιντανάκι < φιντάνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι < γαλλική fidan < ελληνιστική κοινή φυτάνη < αρχαία ελληνική φυτόν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιντανάκι ουδέτερο
- (βοτανική) ο μικρός βλαστός, το πολύ νέο φυτό
- (μεταφορικά) ο πρωτόβγαλτος σε έναν χώρο (συνήθως νοοούμενο τον επαγγελματικό), ο άπειρος, ο μη έμπειρος, το στραβάδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)