χερούλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χερούλι τα χερούλια
      γενική του χερουλιού των χερουλιών
    αιτιατική το χερούλι τα χερούλια
     κλητική χερούλι χερούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χερούλι πόρτας
Τηγάνι με μαύρο χερούλι
Πλαστικός κουβάς με χερούλι
χερούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χερούλι < χέρ(ι) + -ούλι[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çeˈɾu.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χε‐ρού‐λι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χερούλι ουδέτερο

  • προεξέχον τμήμα ή εξάρτημα αντικειμένου, απ' όπου κανείς μπορεί να το πιάσει.
    έφυγε το χερούλι της βαλίτσας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]