αυλή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 4: | Γραμμή 4: | ||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|αὐλή}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|αὐλή}} |
||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ|a.ˈvli|γλ=el}} |
{{ΔΦΑ|a.ˈvli|γλ=el}} |
||
Αναθεώρηση της 15:36, 8 Νοεμβρίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυλή | οι | αυλές |
γενική | της | αυλής | των | αυλών |
αιτιατική | την | αυλή | τις | αυλές |
κλητική | αυλή | αυλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αυλή < αρχαία ελληνική αὐλή
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αυλή θηλυκό
- υπαίθριος περιφραγμένος χώρος που ανήκει σε ένα σπίτι-κτήριο
- το σύνολο των αυλικών, των αξιωματούχων και συμβούλων που πλαισιώνουν έναν ηγεμόνα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ο υπαίθριος χώρος ενός σπιτιού