προσβολή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
fixed pronounciation
συλλ, ενημέρωση ΔΦΑ
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'ψυχή'}}
{{el-κλίση-'ψυχή'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} < [[προσβάλλω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} < [[προσβάλλω]] {{ετυ+}}

==={{προφορά}}=== {{ΔΦΑ|pɾɔ.zvɔ.ˈli|γλ=el}}
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|pɾo.zvoˈli}}
: {{συλλ|προ|σβο|λή}}
: {{συλλ|παλ=1|προσ|βο|λή}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
Γραμμή 16: Γραμμή 20:
#** {{σνκδ}} {{μτφρ}} [[υποτίμηση]]
#** {{σνκδ}} {{μτφρ}} [[υποτίμηση]]
#**: ''αυτό είναι '''προσβολή''' στη νοημοσύνη μας''
#**: ''αυτό είναι '''προσβολή''' στη νοημοσύνη μας''
# {{νομ}} αμφισβήτηση της εγκυρότητας
# {{ετ|νομ}} αμφισβήτηση της εγκυρότητας


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====

Αναθεώρηση της 03:07, 18 Φεβρουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσβολή οι προσβολές
      γενική της προσβολής των προσβολών
    αιτιατική την προσβολή τις προσβολές
     κλητική προσβολή προσβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσβολή < αρχαία ελληνική προσβολή < προσβάλλω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σβο‐λή
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐βο‐λή

Ουσιαστικό

προσβολή θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσβάλλω· η φυσική, λεκτική ή ηθική επίθεση ή βιαιοπραγία ή κτύπημα που έχει σα σκοπό να καταστρέψει, συνήθως:
    • κάποιον στρατιωτικό στόχο
      η προσβολή των εχθρικών θέσεων με πυρά πυροβολικού άρχισε στις 6 το πρωί
    • την υγεία
      η πληγή που έμεινε ανοιχτή είχε σαν αποτέλεσμα την προσβολή της υγείας του ατόμου από διάφορα βακτηρίδια
    • της ηθική και την αξιοπρέπεια
      δεν έχει ξεπεράσει ακόμα την προσβολή που του έγινε από τον γείτονα επάνω στο γλέντι
  2. (νομικός όρος) αμφισβήτηση της εγκυρότητας

Συγγενικά

Μεταφράσεις