βιολογία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
User:2a02:587:4112:a0c6:a56a:4f24:d12:1052 όπως θα έχετε παρατηρήσει, στις λίστες αυτές, ΔΕΝ γράφουμε ορισμούς. // Όταν με το καλό γίνει λήμμα για άλλο σύνθετο (με τεκμηρίωση), θα ενημερώσουμε κι εδώ. |
μ προσθήκη {{clear}} |
||
Γραμμή 47: | Γραμμή 47: | ||
{{ΒΠ}} |
{{ΒΠ}} |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 10:20, 16 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιολογία | οι | βιολογίες |
γενική | της | βιολογίας | των | βιολογιών |
αιτιατική | τη | βιολογία | τις | βιολογίες |
κλητική | βιολογία | βιολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- βιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Biolgie ή γαλλική biologie < αρχαία ελληνική βιο- + -λογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
βιολογία θηλυκό
- επιστήμη η οποία ασχολείται με τη μελέτη όλων των ζωντανών οργανισμών
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
Σύνθετα
Δείτε επίσης
- βιολογία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιστήμες (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)