μονομορφηματικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py update labels ετικέτες |
μ pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ| |
{{ΔΦΑ|el|mo.no.moɾ.fi.ma.tiˈkos}} |
||
: {{συλλ|μο|νο|μορ|φη|μα|τι|κός}} |
: {{συλλ|μο|νο|μορ|φη|μα|τι|κός}} |
||
Αναθεώρηση της 16:17, 3 Οκτωβρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μονομορφηματικός < μονο- + μορφηματικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική monomorphemic
Προφορά
- ΔΦΑ : /mo.no.moɾ.fi.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐μορ‐φη‐μα‐τι‐κός
Επίθετο
μονομορφηματικός, -ή, ό
- (γλωσσολογία) που έχει μόνον ένα μόρφημα, δεν αναλύεται σε μικρότερα συστατικά μορφήματα
- οι λέξεις έτσι, τώρα, πώς είναι μονομορφηματικές και ταυτόχρονα, ελεύθερα μορφήματα
Συγγενικά
→ και δείτε τις λέξεις μόρφημα και μορφή
Μεταφράσεις
μονομορφηματικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με πρόθημα μονο- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)