Ολυμπιακοί Αγώνες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Ολυμπιακοί Αγώνες | ||
γενική | των | Ολυμπιακών Αγώνων | ||
αιτιατική | τους | Ολυμπιακούς Αγώνες | ||
κλητική | Ολυμπιακοί Αγώνες | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ολυμπιακοί Αγώνες < → δείτε τις λέξεις ολυμπιακός και αγώνας
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]Ολυμπιακοί Αγώνες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (ιστορία, αθλητισμός) στην αρχαιότητα, ένας από τους πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες που διεξάγονταν κάθε πέμπτο χρόνο στην Ολυμπία
- (αθλητισμός) διεθνής αθλητική διοργάνωση. Οι αγώνες διοργανώνονται κάθε 4 χρόνια από το 1896 υπό την αιγίδα της ΔΟΕ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ολυμπιακοί Αγώνες
Κατηγορίες:
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)