άμβρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άμβρα οι άμβρες
      γενική της άμβρας των αμβρών
    αιτιατική την άμβρα τις άμβρες
     κλητική άμβρα άμβρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άμβρα < ελληνιστική κοινή ἄμβαρ• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈam.vɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άμ‐βρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Άμβρα

άμβρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]