Μετάβαση στο περιεχόμενο

έκφρων

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἔκφρων
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έκφρων η έκφρων το έκφρον
      γενική του έκφρονος της έκφρονος του έκφρονος
    αιτιατική τον έκφρονα την έκφρονα το έκφρον
     κλητική έκφρων έκφρων έκφρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έκφρονες οι έκφρονες τα έκφρονα
      γενική των εκφρόνων των εκφρόνων των εκφρόνων
    αιτιατική τους έκφρονες τις έκφρονες τα έκφρονα
     κλητική έκφρονες έκφρονες έκφρονα
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «αιδήμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έκφρων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκφρων < ἔκ + -φρων < αρχαία ελληνική φρήν

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈek.fɾon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έκφρων
ομόηχο: έκφρον

Επίθετο

[επεξεργασία]

έκφρων, -ων, -ον

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)