ένθετος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἔνθετος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ένθετος η ένθετη το ένθετο
      γενική του ένθετου της ένθετης του ένθετου
    αιτιατική τον ένθετο την ένθετη το ένθετο
     κλητική ένθετε ένθετη ένθετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ένθετοι οι ένθετες τα ένθετα
      γενική των ένθετων των ένθετων των ένθετων
    αιτιατική τους ένθετους τις ένθετες τα ένθετα
     κλητική ένθετοι ένθετες ένθετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ένθετος < αρχαία ελληνική ἔνθετος < ἐν + τίθημι

Επίθετο[επεξεργασία]

ένθετος, -η, -ο

  1. που έχει προστεθεί ή προσαρμοσθεί με ένθεση
  2. πρόσθετος, εμβόλιμος
  3. (ουσιαστικοποιημένο) ένθετο: έντυπο με δική του θεματολογία και με σχετική αυτοτέλεια, που περιλαμβάνεται σε άλλο έντυπο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]