αμόλυντος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμόλυντος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμόλυντος[1] Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + μολύν(ω) + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈmo.lin.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μό‐λυ‐ντος
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐μό‐λυν‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αμόλυντος, -η, -ο
- που δεν έχει μολυνθεί
- (μεταφορικά) που είναι αγνός ηθικά
- (μεταφορικά) που δεν έχει σεξουαλική επαφή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αμόλυντος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)