αποτρεπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποτρεπτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποτρεπτικός (αρχαία σημασία: ικανός να πείσει) [1] Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + τρέπ(ω) + -τικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.po.tɾe.ptiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τρε‐πτι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]αποτρεπτικός, -ή, -ό
- που αποτρέπει ή μπορεί να αποτρέψει
- (σπάνιο) αποτροπαϊκός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αναπότρεπτος
- αποτρεπτικά (επίρρημα)
- αποτρόπαιος
- αποτροπή
- αποτροπιασμός
→ και δείτε τις λέξεις αποτρέπω, από και τρέπω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αποτρεπτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)