ατομιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατομιστής (1) < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική atomiste < atome < αρχαία ελληνική ἄτομον < ἀ- + τέμνω
- ατομιστής (2) < ατομισμός + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική individualiste)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατομιστής αρσενικό (2. θηλυκό: ατομίστρια)
- (ιστορία) ατομικός φιλόσοφος
- Ήδη από την αρχαιότητα η προσωπικότητα του Δημόκριτου συνοδεύεται από διάφορες παραδόσεις, όχι πάντα κολακευτικές για τον μεγάλο ατομιστή φιλόσοφο: μία απ' αυτές, που τον θέλει να τρελαίνεται προς το τέλος της ζωής του, έχει καταγραφεί με λεπτομέρειες στα Ψευδεπίγραφα κείμενα του Ιπποκράτη, μια σειρά επιστολών με μυθιστορηματική πλοκή που συντάσσονται, σύμφωνα με τους ειδικούς, την εποχή του Τιβέριου. (*)
- που σκέφτεται και φέρεται προσέχοντας μόνο το προσωπικό του συμφέρον και επιδιώξεις
- άλλες μορφές: ατομικιστής
- ≈ συνώνυμα: εγωιστής, ιδιοτελής, φιλοτομαριστής
- ≠ αντώνυμα: ανιδιοτελής, αλτρουιστής
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιατομιστικός
- ατομιστικά
- ατομιστικός
- ατομίστρια
- → δείτε τις λέξεις ατομικιστής, άτομο και τέμνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατομιστής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)