γαιώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γαιώδης | η | γαιώδης | το | γαιώδες |
γενική | του | γαιώδους | της | γαιώδους | του | γαιώδους |
αιτιατική | τον | γαιώδη | τη | γαιώδη | το | γαιώδες |
κλητική | γαιώδη(ς) | γαιώδης | γαιώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γαιώδεις | οι | γαιώδεις | τα | γαιώδη |
γενική | των | γαιωδών | των | γαιωδών | των | γαιωδών |
αιτιατική | τους | γαιώδεις | τις | γαιώδεις | τα | γαιώδη |
κλητική | γαιώδεις | γαιώδεις | γαιώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαιώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαιώδης / γεώδης < γῆ / γαῖα + -ώδης (& (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική géode[1])
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝeˈo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γαι‐ώ‐δης
Επίθετο
[επεξεργασία]γαιώδης, -ης, -ες
- άλλη μορφή του γεώδης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαιώδης
|
- ↑ γεώδης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώδης (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)