διωγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- διωγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διώχνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðʝoɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : διωγ‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
διωγμένος -η -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διωγμένος
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- διωγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διώκω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.oɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ωγ‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐ω‐γμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
διωγμένος -η -ο
- (νομικός όρος) που του έχουν ασκήσει δίωξη
- που καταζητείται
- που έχει υποστεί πειθαρχικά μέτρα
- που έχει καταδιωχθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διωγμένος
|