ελέκτορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελέκτορας οι ελέκτορες
      γενική του ελέκτορα των ελεκτόρων
    αιτιατική τον ελέκτορα τους ελέκτορες
     κλητική ελέκτορα ελέκτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελέκτορας < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈle.kto.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐λέ‐κτο‐ρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ελέκτορας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]