επαγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | επαγωγός | το | επαγωγό | ||
γενική | του/της | επαγωγού | του | επαγωγού | ||
αιτιατική | τον/την | επαγωγό | το | επαγωγό | ||
κλητική | επαγωγέ | επαγωγό | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | επαγωγοί | τα | επαγωγά | ||
γενική | των | επαγωγών | των | επαγωγών | ||
αιτιατική | τους/τις | επαγωγούς | τα | επαγωγά | ||
κλητική | επαγωγοί | επαγωγά | ||||
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπαγωγός < ἐπάγω < ἐπί + ἄγω. Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + -αγωγός
Επίθετο
[επεξεργασία]επαγωγός, -ός, -ό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- επαγωγικός
- επαγωγώς
- → δείτε τις λέξεις επάγω και άγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επαγωγός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ός -ός -ό' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εξαγωγός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αγωγός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)