επωδός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επωδός | οι | επωδοί |
γενική | της | επωδού | των | επωδών |
αιτιατική | την | επωδό | τις | επωδούς |
κλητική | επωδέ | επωδοί | ||
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επωδός < αρχαία ελληνική ἐπῳδός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επωδός θηλυκό
- το τμήμα του ποιήματος που ακολουθεί τη στροφή και την αντιστροφή (αρχαία ποίηση)
- το μέρος ποιήματος ή τραγουδιού που επαναλαμβάνεται μετά από μία ή περισσότερες στροφές
- (μεταφορικά) αυτό που λέγεται πολλές φορές