ιδεασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιδεασμός | οι | ιδεασμοί |
γενική | του | ιδεασμού | των | ιδεασμών |
αιτιατική | τον | ιδεασμό | τους | ιδεασμούς |
κλητική | ιδεασμέ | ιδεασμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιδεασμός < ιδεάζω + -μός < ιδέα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ideation < ideate < idea < λατινικά idea < αρχαία ελληνική ἰδέα < εἴδω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιδεασμός αρσενικό
- (ψυχολογία) ο σχηματισμός έμμονων ιδεών και σκέψεων που (συνήθως) κατατρύχουν κάποιο άτομο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- αυτοκτονικός ιδεασμός: ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική suicidal ideation)
- παρανοϊκός ιδεασμός: ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική paranoid ideation)