ιταμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιταμός | η | ιταμή | το | ιταμό |
| γενική | του | ιταμού | της | ιταμής | του | ιταμού |
| αιτιατική | τον | ιταμό | την | ιταμή | το | ιταμό |
| κλητική | ιταμέ | ιταμή | ιταμό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιταμοί | οι | ιταμές | τα | ιταμά |
| γενική | των | ιταμών | των | ιταμών | των | ιταμών |
| αιτιατική | τους | ιταμούς | τις | ιταμές | τα | ιταμά |
| κλητική | ιταμοί | ιταμές | ιταμά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιταμός < αρχαία ελληνική ἰταμός < ἴτης < εἶμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ey-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.taˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐τα‐μός
- τονικά παρώνυμα: ίταμος, Ίταμος
Επίθετο
[επεξεργασία]ιταμός, -ή, -ό
- (λόγιο) που επιδεικνύει μια αναιδή, θρασεία, προκλητική ή αυθάδη συμπεριφορά
- ※ Η απόφαση του Ιωάννη Μεταξά να απορρίψει χωρίς δισταγμό το ιταμό ιταλικό τελεσίγραφο έθεσε άμεσα σε λειτουργία την πολεμική μηχανή. (www.kathimerini.gr, 28.10.2020)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)