κατεπείγων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κατεπείγων & κατεπείγοντας |
η | κατεπείγουσα | το | κατεπείγον |
γενική | του | κατεπείγοντος & κατεπείγοντα |
της | κατεπείγουσας & κατεπειγούσης* |
του | κατεπείγοντος |
αιτιατική | τον | κατεπείγοντα | την | κατεπείγουσα | το | κατεπείγον |
κλητική | κατεπείγων & κατεπείγοντα |
κατεπείγουσα | κατεπείγον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κατεπείγοντες | οι | κατεπείγουσες | τα | κατεπείγοντα |
γενική | των | κατεπειγόντων | των | κατεπειγουσών | των | κατεπειγόντων |
αιτιατική | τους | κατεπείγοντες | τις | κατεπείγουσες | τα | κατεπείγοντα |
κλητική | κατεπείγοντες | κατεπείγουσες | κατεπείγοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατεπείγων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατεπείγων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κατεπείγω. Μορφολογικά αναλύεται σε κατ- + επείγων
Μετοχή
[επεξεργασία]κατεπείγων
- που είναι υπερβολικά επείγων
- άλλες μορφές: ο κατεπείγοντας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κατεπείγει
- κατεπείγομαι
- κατεπείγον
- κατεπειγόντως
- → και δείτε τις λέξεις κατά και επείγων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'τρέχων' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'τρέχων' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)