κατεπείγων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατεπείγων
κατεπείγοντας
η κατεπείγουσα το κατεπείγον
      γενική του κατεπείγοντος
κατεπείγοντα
της κατεπείγουσας
κατεπειγούσης*
του κατεπείγοντος
    αιτιατική τον κατεπείγοντα την κατεπείγουσα το κατεπείγον
     κλητική κατεπείγων
κατεπείγοντα
κατεπείγουσα κατεπείγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατεπείγοντες οι κατεπείγουσες τα κατεπείγοντα
      γενική των κατεπειγόντων των κατεπειγουσών των κατεπειγόντων
    αιτιατική τους κατεπείγοντες τις κατεπείγουσες τα κατεπείγοντα
     κλητική κατεπείγοντες κατεπείγουσες κατεπείγοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατεπείγων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατεπείγων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κατεπείγω. Μορφολογικά αναλύεται σε κατ- + επείγων

Μετοχή[επεξεργασία]

κατεπείγων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]