κατηχητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατηχητικός < ελληνιστική κοινή κατηχητικός < κατηχέω / κατηχῶ < κατά + αρχαία ελληνική ἠχέω < ἦχος
Επίθετο[επεξεργασία]
κατηχητικός
- που έχει σχέση με την κατήχηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) κατηχητική
- (ουσιαστικοποιημένο) κατηχητικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατηχητικός