κουμπάρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουμπάρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουμπάρος < βενετική compare[1] ή ιταλική compare[2] < υστερολατινική compatrem, αιτιατική του compater < com- + pater
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kumˈba.ɾos/ και σε γρήγορο λόγο: /kuˈba.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐μπά‐ρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουμπάρος αρσενικό (θηλυκό κουμπάρα)
- ο άνθρωπος που παντρεύει κάποιο ζευγάρι, που τους αλλάζει τα στέφανα σε εκκλησιαστικό γάμο ή παρίσταται ως μάρτυρας σε πολιτικό γάμο
- ο νονός
- (κατ’ επέκταση) φιλικός προσφώνηση κάποιου (γνωστού ή αγνώστου)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δε σχετίζεται ο κουμπαράς.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κουμπάρος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ κουμπάρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)