λογοκλοπικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λογοκλοπικός η λογοκλοπική το λογοκλοπικό
      γενική του λογοκλοπικού της λογοκλοπικής του λογοκλοπικού
    αιτιατική τον λογοκλοπικό τη λογοκλοπική το λογοκλοπικό
     κλητική λογοκλοπικέ λογοκλοπική λογοκλοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λογοκλοπικοί οι λογοκλοπικές τα λογοκλοπικά
      γενική των λογοκλοπικών των λογοκλοπικών των λογοκλοπικών
    αιτιατική τους λογοκλοπικούς τις λογοκλοπικές τα λογοκλοπικά
     κλητική λογοκλοπικοί λογοκλοπικές λογοκλοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λογοκλοπικός < λογοκλοπή + -ικός < ελληνιστική κοινή λογοκλοπία < αρχαία ελληνική λόγος + κλέπτω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lo.ɣo.klo.pi.ˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λο‐γο‐κλο‐πι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

λογοκλοπικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • λογοκλοπικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]