Μετάβαση στο περιεχόμενο

μονογενής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονογενής η μονογενής το μονογενές
      γενική του μονογενούς* της μονογενούς του μονογενούς
    αιτιατική τον μονογενή τη μονογενή το μονογενές
     κλητική μονογενή(ς) μονογενής μονογενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονογενείς οι μονογενείς τα μονογενή
      γενική των μονογενών των μονογενών των μονογενών
    αιτιατική τους μονογενείς τις μονογενείς τα μονογενή
     κλητική μονογενείς μονογενείς μονογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μονογενής < ελληνιστική κοινή μονογενής (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μονογενής < μόνος + γίγνομαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mo.no.ʝeˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μονογενής

Επίθετο

[επεξεργασία]

μονογενής

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονογενής η μονογενής το μονογενές
      γενική του μονογενούς* της μονογενούς του μονογενούς
    αιτιατική τον μονογενή τη μονογενή το μονογενές
     κλητική μονογενή(ς) μονογενής μονογενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονογενείς οι μονογενείς τα μονογενή
      γενική των μονογενών των μονογενών των μονογενών
    αιτιατική τους μονογενείς τις μονογενείς τα μονογενή
     κλητική μονογενείς μονογενείς μονογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μονογενής < μονο- + -γενής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mo.no.ʝeˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μονογενής

Επίθετο

[επεξεργασία]

μονογενής

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]