μονοκράτωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονοκράτωρ οι μονοκράτορες
      γενική του μονοκράτορος των μονοκρατόρων
    αιτιατική τον μονοκράτορα τους μονοκράτορες
     κλητική μονοκράτορ μονοκράτορες
Δείτε και το νεότερο «μονοκράτορας».
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοκράτωρ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μονοκράτωρ → δείτε τη λέξη μονοκράτορας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονοκράτωρ αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοκράτωρ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μονοκράτωρ (4ος αιώνας). Συγχρονικά αναλύεται σε μονο- + -κράτωρ.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονοκράτωρ αρσενικό (θηλυκό μονοκρατόρισσα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μονοκράτωρ οἱ μονοκράτορες
      γενική τοῦ μονοκράτορος τῶν μονοκρατόρων
      δοτική τῷ μονοκράτορ τοῖς μονοκράτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν μονοκράτορ τοὺς μονοκράτορᾰς
     κλητική ! μονοκράτορ μονοκράτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μονοκράτορε
γεν-δοτ τοῖν  μονοκρατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοκράτωρ, λέξη του 4ου αιώνα κε < λείπει η ετυμολογία. Μορφολογικά αναλύεται σε μονο- + -κράτωρ.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονοκράτωρ, -ορος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]